ασυντάρακτος

ασυντάρακτος
η , ο [ος , ον ], ασυντάραχτος, η , ο невозмутимый, безмятежный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ασυντάρακτος" в других словарях:

  • ασυντάρακτος — και χτος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει συνταραχθεί, που δεν δοκίμασε έντονη συγκίνηση ή ταραχή 2. ο ψύχραιμος 3. ο αδιατάρακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συνταράσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Στ. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»